πενθίμου

πενθίμου
πένθιμος
mourning garments
masc/neut gen sg
πένθιμος
mourning garments
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Μανερώς — Μανερῶς, ῶτος και Μανέρως, ωτος, ὁ (Α) είδος θρηνητικού πένθιμου άσματος τών Αιγυπτίων, ανάλογο με τον ελληνικό Λίνο («ἔστι δε αἰγυπτιστὶ ὁ Λίνος καλεύμενος Μανερῶς», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Από το όν. τού μοναχογιού τού πρώτου βασιλιά τής Αιγύπτου] …   Dictionary of Greek

  • φύλλωμα — το, ατος το σύνολο των φύλλων φυτού, η φυλλωσιά, η φυλλουριά: Και φτάνουν στα φυλλώματα του πένθιμου κισσού ...οι σπουργίτες (Ι. Γρυπάρης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”